-
1 ἀποθραύω
A break off,νεὼς κόρυμβα A.Pers. 410
;τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων D.H.4.56
: metaph.,τῆς ἐλευθερίας τὸ κεφάλαιον Jul.Mis. 356b
;τοῦ ἑνὸς τὸ μερικόν Dam.Pr.51
:—[voice] Pass., to be broken off, Arist.Pr. 967b5, Arr.Tact.2.4: metaph., ἀποθραυσθῆναι τῆς εὐκλείας to be broken off from one's fair fame, make shipwreck of it, Ar.Nu. 997.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποθραύω
См. также в других словарях:
ομαλύνω — (Α ὁμαλύνω) καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.) νεοελλ. εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω αρχ. 1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία 2. καθιστώ κάτι κανονικό,… … Dictionary of Greek